- σβόλος
- ομικρός όγκος χώματος: Το αλέτρι σήκωσε σβόλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ASBOLUS — I. ASBOLUS is Graece, dicitur, qui Phoenicibus Chus, vel Chum erat; quia, ut Chum Ebraeis atrum sonat, ita Graecis ἄσβολος suliginem. De cetero mihi nullus occurrit huius nominis, praeter Centaurorum Ducem Asbolum, quem in Centaurorum pugna… … Hofmann J. Lexicon universale
Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Η συλλογή του μουσείου στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας μέχρι το 1979, οπότε μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιούπολη (Κτίριο Γεωλογίας, Ζωγράφου), για να παραμείνει αποθηκευμένη μέχρι το 1996. Τα εγκαίνια της επανέκθεσης τον… … Dictionary of Greek
Karzinom — Karzino̱m [zu gr. ϰαρϰινος = Krebs] s; s, e, in fachspr. Fügungen: Carcino̱ma, Mehrz.: ta: Krebsgeschwulst, vom Epithelgewebe ausgehende, zu ↑Metastasen neigende bösartige Geschwulst (Abk.: Ca.). Carcino̱ma adenomato̱sum: Krebs, der vom… … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
βόλος — βόλος, ο και σβόλος, ο και σβόλι, το 1. μικρή μάζα από χώμα ή από άλλη ύλη: Καθώς σκάβαμε, βγάζαμε μεγάλους βόλους από χώμα. 2. στον πληθ., βόλοι παιδικό παιχνίδι που παίζεται με γυάλινες ή πήλινες μπίλιες: Τα παιδιά παίζουν βόλους εδώ και αρκετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβόλι — το σβόλος: Έσπασαν τα σβόλια με τις τσάπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)